ιμαντόπους

ιμαντόπους
(Ηimantopus himantopus). Επιστημονική ονομασία πτηνού της οικογένειας των ανωραμφιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Οι κοινές ονομασίες του είναι καλαμοκανάς και αδραχτάς. Είναι διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη, στις παραμεσόγειες περιοχές και σε μερικές ζώνες της νότιας Ασίας. Ζει κατά προτίμηση στα γλυκά νερά, στις όχθες των βάλτων και των λιμνοθαλασσών. Τρέφεται με μαλάκια, σκουλήκια, προνύμφες εντόμων και μικρά εντομόστρακα, που αναζητεί και πιάνει με το μακρύ και μυτερό ράμφος του. Το μήκος του ι. είναι 38 εκ. κατά μέσο όρο και το ύψος του 70 εκ. Τα πόδια του είναι πολύ λεπτά και εξαιρετικά μακριά. Τα άτομα του είδους αυτού, που κατά την πτήση τους μοιάζουν με μικρούς πελαργούς, ζουν σε μικρές ομάδες και φτιάχνουν τις φωλιές τους στους καλαμιώνες. Ο ιμαντόπους ή καλαμοκανάς, πουλί των βάλτων, έχει πολύ μακριά πόδια σε σχέση με το σώμα του.
* * *
ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)
1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς
2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ιμαντοσκελής — ἱμαντοσκελής, ές (Μ) ιμαντόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, τετρα σκελής] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”